Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
ὀστολογέω
View word page
ὁστισοῦν
anybody (anything) whatsoever

ShortDef

anybody (anything) whatsoever

Debugging

Headword:
ὁστισοῦν
Headword (normalized):
ὁστισοῦν
Headword (normalized/stripped):
οστισουν
IDX:
63468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63469
Key:

Data

{'content': 'anybody (anything) whatsoever'}