Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
ὀστοκοπώδης
View word page
ὅστις
indef. relative or indirect interrogative
ShortDef
indef. relative or indirect interrogative
Debugging
Headword:
ὅστις
Headword (normalized):
ὅστις
Headword (normalized/stripped):
οστις
IDX:
63467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63468
Key:
Data
{'content': 'indef. relative or indirect interrogative'}