Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
ὀστοκατεάκτης
View word page
ὄστινος
(n.pl.) bone pipes
ShortDef
(n.pl.) bone pipes
Debugging
Headword:
ὄστινος
Headword (normalized):
ὄστινος
Headword (normalized/stripped):
οστινος
IDX:
63466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63467
Key:
Data
{'content': '(n.pl.) bone pipes'}