Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
ὀστοθήκη
View word page
Ὄστια
Ostia

ShortDef

Ostia

Debugging

Headword:
Ὄστια
Headword (normalized):
ὄστια
Headword (normalized/stripped):
οστια
IDX:
63465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63466
Key:

Data

{'content': 'Ostia'}