Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
ὀστοειδής
View word page
ὀστεώδης
bony
ShortDef
bony
Debugging
Headword:
ὀστεώδης
Headword (normalized):
ὀστεώδης
Headword (normalized/stripped):
οστεωδης
IDX:
63464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63465
Key:
Data
{'content': 'bony'}