Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
ὀστοδετική
View word page
ὀστέον
bone
ShortDef
bone
Debugging
Headword:
ὀστέον
Headword (normalized):
ὀστέον
Headword (normalized/stripped):
οστεον
IDX:
63463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63464
Key:
Data
{'content': 'bone'}