Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
ὄστλιγξ
ὀστοδερμία
ὀστοδέτης
View word page
ὀστεολόγος
extracting bones

ShortDef

extracting bones

Debugging

Headword:
ὀστεολόγος
Headword (normalized):
ὀστεολόγος
Headword (normalized/stripped):
οστεολογος
IDX:
63462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63463
Key:

Data

{'content': 'extracting bones'}