Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
ὁστισοῦν
ὀστίτης
View word page
ὀστεογενής
produced in the bones

ShortDef

produced in the bones

Debugging

Headword:
ὀστεογενής
Headword (normalized):
ὀστεογενής
Headword (normalized/stripped):
οστεογενης
IDX:
63459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63460
Key:

Data

{'content': 'produced in the bones'}