Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
View word page
ἀναποτικός
absorbent
ShortDef
absorbent
Debugging
Headword:
ἀναποτικός
Headword (normalized):
ἀναποτικός
Headword (normalized/stripped):
αναποτικος
IDX:
6345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6346
Key:
Data
{'content': 'absorbent'}