Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
ὄστινος
ὅστις
View word page
ὅστε
who, which
ShortDef
who, which
Debugging
Headword:
ὅστε
Headword (normalized):
ὅστε
Headword (normalized/stripped):
οστε
IDX:
63457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63458
Key:
Data
{'content': 'who, which'}