Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
Ὄστια
View word page
ὀσταναβολεύς
boleos

ShortDef

boleos

Debugging

Headword:
ὀσταναβολεύς
Headword (normalized):
ὀσταναβολεύς
Headword (normalized/stripped):
οσταναβολευς
IDX:
63455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63456
Key:

Data

{'content': 'boleos'}