Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
ὀστέον
ὀστεώδης
View word page
ὀστακός
lobster

ShortDef

lobster

Debugging

Headword:
ὀστακός
Headword (normalized):
ὀστακός
Headword (normalized/stripped):
οστακος
IDX:
63454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63455
Key:

Data

{'content': 'lobster'}