Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
ὀστεολογία
ὀστεολόγος
View word page
ὄσσομαι
to see
ShortDef
to see
Debugging
Headword:
ὄσσομαι
Headword (normalized):
ὄσσομαι
Headword (normalized/stripped):
οσσομαι
IDX:
63452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63453
Key:
Data
{'content': 'to see'}