Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
ὀστεογενής
ὀστεοκόπος
View word page
ὄσσε
the two eyes
ShortDef
the two eyes
Debugging
Headword:
ὄσσε
Headword (normalized):
ὄσσε
Headword (normalized/stripped):
οσσε
IDX:
63450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63451
Key:
Data
{'content': 'the two eyes'}