Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
View word page
ἀναπότευκτος
unerring in its aim

ShortDef

unerring in its aim

Debugging

Headword:
ἀναπότευκτος
Headword (normalized):
ἀναπότευκτος
Headword (normalized/stripped):
αναποτευκτος
IDX:
6344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6345
Key:

Data

{'content': 'unerring in its aim'}