Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὅσος
ὅσπερ
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
ὅστε
ὀστέϊνος
View word page
ὄσσα
a rumour
ShortDef
a rumour
Ossa, a mountain in Thessaly
Debugging
Headword:
ὄσσα
Headword (normalized):
ὄσσα
Headword (normalized/stripped):
οσσα
IDX:
63448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63449
Key:
Data
{'content': 'a rumour'}