Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀσογῶα
ὁσονοῦν
ὅσος
ὅσπερ
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
ὀστάριον
View word page
ὀσπριοφαγέω
eat pulse
ShortDef
eat pulse
Debugging
Headword:
ὀσπριοφαγέω
Headword (normalized):
ὀσπριοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
οσπριοφαγεω
IDX:
63446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63447
Key:
Data
{'content': 'eat pulse'}