Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀσμύλος
Ὀσογῶα
ὁσονοῦν
ὅσος
ὅσπερ
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
ὀσταναβολεύς
View word page
ὀσπριοπώλης
one who deals in pulse

ShortDef

one who deals in pulse

Debugging

Headword:
ὀσπριοπώλης
Headword (normalized):
ὀσπριοπώλης
Headword (normalized/stripped):
οσπριοπωλης
IDX:
63445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63446
Key:

Data

{'content': 'one who deals in pulse'}