Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀσμύλη
ὀσμύλος
Ὀσογῶα
ὁσονοῦν
ὅσος
ὅσπερ
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάγρα
ὀστακός
View word page
ὄσπριον
pulse

ShortDef

pulse

Debugging

Headword:
ὄσπριον
Headword (normalized):
ὄσπριον
Headword (normalized/stripped):
οσπριον
IDX:
63444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63445
Key:

Data

{'content': 'pulse'}