Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄσμησις
ὀσμητός
ὀσμύλη
ὀσμύλος
Ὀσογῶα
ὁσονοῦν
ὅσος
ὅσπερ
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
View word page
ὀσπριοδόχος
for holding

ShortDef

for holding

Debugging

Headword:
ὀσπριοδόχος
Headword (normalized):
ὀσπριοδόχος
Headword (normalized/stripped):
οσπριοδοχος
IDX:
63442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63443
Key:

Data

{'content': 'for holding'}