Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀσμή
ὀσμήρης
ὄσμησις
ὀσμητός
ὀσμύλη
ὀσμύλος
Ὀσογῶα
ὁσονοῦν
ὅσος
ὅσπερ
ὀσπρεύω
ὀσπρηγοί
ὀσπριοδόχος
ὀσπριοθήκη
ὄσπριον
ὀσπριοπώλης
ὀσπριοφαγέω
ὀσπριώδης
ὄσσα
Ὄσσα
ὄσσε
View word page
ὀσπρεύω
plant with
ShortDef
plant with
Debugging
Headword:
ὀσπρεύω
Headword (normalized):
ὀσπρεύω
Headword (normalized/stripped):
οσπρευω
IDX:
63440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63441
Key:
Data
{'content': 'plant with'}