Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
View word page
ἀναπόστολος
without permit
ShortDef
without permit
Debugging
Headword:
ἀναπόστολος
Headword (normalized):
ἀναπόστολος
Headword (normalized/stripped):
αναποστολος
IDX:
6341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6342
Key:
Data
{'content': 'without permit'}