Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
View word page
ἀναπόστατος
unable to escape from

ShortDef

unable to escape from

Debugging

Headword:
ἀναπόστατος
Headword (normalized):
ἀναπόστατος
Headword (normalized/stripped):
αναποστατος
IDX:
6340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6341
Key:

Data

{'content': 'unable to escape from'}