Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρχιπέδη
ὀρχιπεδίζω
ὀρχίπεδον
ὄρχις
Ὀρχομένιος
Ὀρχομενός
ὄρχος
ὀρχοτομέω
ὀρχοτομία
ὄρω
ὀρώδης
ὅς
ὅς2
ὁσάγωνος
ὁσάκις
ὁσαπλασίων
ὁσαχῆ
ὁσαχῇ
ὁσαχοῦ
ὁσαχῶς
ὅσγε
View word page
ὀρώδης
mountainous

ShortDef

mountainous

Debugging

Headword:
ὀρώδης
Headword (normalized):
ὀρώδης
Headword (normalized/stripped):
ορωδης
IDX:
63408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63409
Key:

Data

{'content': 'mountainous'}