Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρχηστής
ὀρχηστικός
ὀρχηστοδιδάσκαλος
ὀρχηστομανέω
ὀρχηστοπαλάριος
ὀρχηστοπάλη
ὀρχήστρα
ὀρχήστρια
ὀρχηστρίς
ὀρχηστύς
ὀρχίλος
ὀρχιπέδη
ὀρχιπεδίζω
ὀρχίπεδον
ὄρχις
Ὀρχομένιος
Ὀρχομενός
ὄρχος
ὀρχοτομέω
ὀρχοτομία
ὄρω
View word page
ὀρχίλος
the golden-crested wren

ShortDef

the golden-crested wren

Debugging

Headword:
ὀρχίλος
Headword (normalized):
ὀρχίλος
Headword (normalized/stripped):
ορχιλος
IDX:
63397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63398
Key:

Data

{'content': 'the golden-crested wren'}