Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
View word page
ἀναπόσβεστος
inextinguishable

ShortDef

inextinguishable

Debugging

Headword:
ἀναπόσβεστος
Headword (normalized):
ἀναπόσβεστος
Headword (normalized/stripped):
αναποσβεστος
IDX:
6337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6338
Key:

Data

{'content': 'inextinguishable'}