Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεῖος
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὄρφιος
ὄρφνα
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὀρφνίς
ὀρφνός
ὀρφοβότης
ὀρφώς
ὀρχάμη
ὄρχαμος
ὀρχάς
ὀρχάς2
ὄρχατος
ὀρχέομαι
View word page
ὄρφνινος
brownish gray
ShortDef
brownish gray
Debugging
Headword:
ὄρφνινος
Headword (normalized):
ὄρφνινος
Headword (normalized/stripped):
ορφνινος
IDX:
63369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63370
Key:
Data
{'content': 'brownish gray'}