Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
ὀρφανοτροφεῖον
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεῖος
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὄρφιος
ὄρφνα
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὀρφνίς
View word page
ὀρφανοτρόφος
bringing up orphans

ShortDef

bringing up orphans

Debugging

Headword:
ὀρφανοτρόφος
Headword (normalized):
ὀρφανοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ορφανοτροφος
IDX:
63360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63361
Key:

Data

{'content': 'bringing up orphans'}