Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
ὀρφανοτροφεῖον
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεῖος
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὄρφιος
ὄρφνα
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
View word page
ὀρφανοτροφέω
bring up orphans

ShortDef

bring up orphans

Debugging

Headword:
ὀρφανοτροφέω
Headword (normalized):
ὀρφανοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
ορφανοτροφεω
IDX:
63359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63360
Key:

Data

{'content': 'bring up orphans'}