Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
ὀρφανοτροφεῖον
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεῖος
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὄρφιος
ὄρφνα
ὀρφναῖος
ὄρφνη
View word page
ὀρφανοτροφεῖον
orphanage
ShortDef
orphanage
Debugging
Headword:
ὀρφανοτροφεῖον
Headword (normalized):
ὀρφανοτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
ορφανοτροφειον
IDX:
63358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63359
Key:
Data
{'content': 'orphanage'}