Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
ὀρφανοτροφεῖον
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεῖος
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
View word page
ὀρφανόομαι
to be destitute of

ShortDef

to be destitute of

Debugging

Headword:
ὀρφανόομαι
Headword (normalized):
ὀρφανόομαι
Headword (normalized/stripped):
ορφανοομαι
IDX:
63354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63355
Key:

Data

{'content': 'to be destitute of'}