Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
ὀρφανοτροφεῖον
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεῖος
View word page
ὀρφανιστής
a tender of orphans, a guardian
ShortDef
a tender of orphans, a guardian
Debugging
Headword:
ὀρφανιστής
Headword (normalized):
ὀρφανιστής
Headword (normalized/stripped):
ορφανιστης
IDX:
63352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63353
Key:
Data
{'content': 'a tender of orphans, a guardian'}