Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
ὀρφανοτροφεῖον
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
ὀρφανοφύλαξ
View word page
ὀρφάνιος
desolate

ShortDef

desolate

Debugging

Headword:
ὀρφάνιος
Headword (normalized):
ὀρφάνιος
Headword (normalized/stripped):
ορφανιος
IDX:
63351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63352
Key:

Data

{'content': 'desolate'}