Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
ὀρφανοτροφεῖον
ὀρφανοτροφέω
ὀρφανοτρόφος
View word page
ὀρφανικός
orphaned, fatherless

ShortDef

orphaned, fatherless

Debugging

Headword:
ὀρφανικός
Headword (normalized):
ὀρφανικός
Headword (normalized/stripped):
ορφανικος
IDX:
63350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63351
Key:

Data

{'content': 'orphaned, fatherless'}