Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
View word page
ἀναπόνιπτος
unwashen

ShortDef

unwashen

Debugging

Headword:
ἀναπόνιπτος
Headword (normalized):
ἀναπόνιπτος
Headword (normalized/stripped):
αναπονιπτος
IDX:
6334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6335
Key:

Data

{'content': 'unwashen'}