Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
ὀρφανότης
View word page
ὀρφανεύω
to take care of, rear orphans

ShortDef

to take care of, rear orphans

Debugging

Headword:
ὀρφανεύω
Headword (normalized):
ὀρφανεύω
Headword (normalized/stripped):
ορφανευω
IDX:
63347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63348
Key:

Data

{'content': 'to take care of, rear orphans'}