Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
ὀρφανός
View word page
ὀρφάνευμα
orphan state, orphanhood

ShortDef

orphan state, orphanhood

Debugging

Headword:
ὀρφάνευμα
Headword (normalized):
ὀρφάνευμα
Headword (normalized/stripped):
ορφανευμα
IDX:
63346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63347
Key:

Data

{'content': 'orphan state, orphanhood'}