Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
ὀρφανοπάτωρ
View word page
ὀρφακίνης
a young ὀρφώς, sea perch

ShortDef

a young ὀρφώς, sea perch

Debugging

Headword:
ὀρφακίνης
Headword (normalized):
ὀρφακίνης
Headword (normalized/stripped):
ορφακινης
IDX:
63345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63346
Key:

Data

{'content': 'a young ὀρφώς, sea perch'}