Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
ὀρφανόομαι
View word page
ὀρυχή
digging; a pig snout

ShortDef

digging; a pig snout

Debugging

Headword:
ὀρυχή
Headword (normalized):
ὀρυχή
Headword (normalized/stripped):
ορυχη
IDX:
63344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63345
Key:

Data

{'content': 'digging; a pig snout'}