Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανοδικασταί
View word page
ὀρύσσω
to dig

ShortDef

to dig

Debugging

Headword:
ὀρύσσω
Headword (normalized):
ὀρύσσω
Headword (normalized/stripped):
ορυσσω
IDX:
63343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63344
Key:

Data

{'content': 'to dig'}