Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
View word page
ὄρυς
an antelope

ShortDef

an antelope

Debugging

Headword:
ὄρυς
Headword (normalized):
ὄρυς
Headword (normalized/stripped):
ορυς
IDX:
63342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63343
Key:

Data

{'content': 'an antelope'}