Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
View word page
ὄρυξ
a pickaxe
ShortDef
a pickaxe
Debugging
Headword:
ὄρυξ
Headword (normalized):
ὄρυξ
Headword (normalized/stripped):
ορυξ
IDX:
63340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63341
Key:
Data
{'content': 'a pickaxe'}