Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
View word page
ὀρυμαγδός
a loud noise, din

ShortDef

a loud noise, din

Debugging

Headword:
ὀρυμαγδός
Headword (normalized):
ὀρυμαγδός
Headword (normalized/stripped):
ορυμαγδος
IDX:
63339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63340
Key:

Data

{'content': 'a loud noise, din'}