Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
ὀρφακίνης
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
View word page
ὀρυκτός
formed by digging

ShortDef

formed by digging

Debugging

Headword:
ὀρυκτός
Headword (normalized):
ὀρυκτός
Headword (normalized/stripped):
ορυκτος
IDX:
63337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63338
Key:

Data

{'content': 'formed by digging'}