Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
ὄρυξ
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρυχή
View word page
ὀρυκτήρ
miner
ShortDef
miner
Debugging
Headword:
ὀρυκτήρ
Headword (normalized):
ὀρυκτήρ
Headword (normalized/stripped):
ορυκτηρ
IDX:
63334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63335
Key:
Data
{'content': 'miner'}