Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
ὀρυκτρίς
ὀρυμαγδός
View word page
ὄρυγμα
a trench, ditch, moat

ShortDef

a trench, ditch, moat

Debugging

Headword:
ὄρυγμα
Headword (normalized):
ὄρυγμα
Headword (normalized/stripped):
ορυγμα
IDX:
63329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63330
Key:

Data

{'content': 'a trench, ditch, moat'}