Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
ὀρυκτός
View word page
ὀρυγεύς
fossorium

ShortDef

fossorium

Debugging

Headword:
ὀρυγεύς
Headword (normalized):
ὀρυγεύς
Headword (normalized/stripped):
ορυγευς
IDX:
63327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63328
Key:

Data

{'content': 'fossorium'}