Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
ὀρυκτικός
View word page
ὀρύα
sausage
ShortDef
sausage
Debugging
Headword:
ὀρύα
Headword (normalized):
ὀρύα
Headword (normalized/stripped):
ορυα
IDX:
63326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63327
Key:
Data
{'content': 'sausage'}