Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
ὀρύκτης
View word page
ὀρυά
pickaxe
ShortDef
pickaxe
Debugging
Headword:
ὀρυά
Headword (normalized):
ὀρυά
Headword (normalized/stripped):
ορυα
IDX:
63325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63326
Key:
Data
{'content': 'pickaxe'}