Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
ὀρυκτέον
ὀρυκτήρ
View word page
ὄρτυξ
the quail

ShortDef

the quail

Debugging

Headword:
ὄρτυξ
Headword (normalized):
ὄρτυξ
Headword (normalized/stripped):
ορτυξ
IDX:
63324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63325
Key:

Data

{'content': 'the quail'}